- Εὐαγόρεω
- Εὐαγόρεω̆ , Εὐαγόρηςmasc gen sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐαγόρη — εὐᾱγόρη , εὐαγορέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εὐᾱγόρη , εὐαγορέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευηγορώ — εὐηγορῶ, έω, δωρ. τ. εὐαγορέω (Α) [ευήγορος] μιλώ καλά για κάποιον, επαινώ … Dictionary of Greek
εὐαγορηθείς — εὐᾱγορηθείς , εὐαγορέω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)